λέπρα ή νόσος του Χάνσεν

λέπρα ή νόσος του Χάνσεν
Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα το οποίο οφείλεται σε ένα μικρόβιο που ταυτοποίησε ο Νορβηγός γιατρός Γκέρχαρντ Χένρικ Αρμάουερ Χάνσεν (1841-1912) το 1874, το μυκοβακτηρίδιο της λ. (Mycobacterium leprae). Αυτό είναι παρόμοιο με το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης και προσβάλλει κυρίως το δέρμα και τους βλεννογόνους, με συμμετοχή του περιφερικού νευρικού συστήματος, προκαλώντας κοκκιωματώδεις βλάβες. Έως σήμερα έχει αποδειχθεί η μεταδοτικότητά της μόνο στον άνθρωπο, άμεσα (με την επαφή) ή έμμεσα (κυρίως μέσω των ρούχων). Ωστόσο, με τη συνεχή προσπάθεια για την καταπολέμησή της και τα σύγχρονα θεραπευτικά μέσα, η διάδοσή της έχει περιοριστεί. Στο δυτικό ημισφαίριο αναφέρονται περίπου 336.000 περιπτώσεις ετησίως, ενώ παγκοσμίως αναφέρονται περίπου 5,25 εκατ. καταγεγραμμένες περιπτώσεις και περίπου 10 εκατ. εκτιμώμενοι πάσχοντες. Ο χρόνος επώασης της λ. είναι εξαιρετικά μακρύς, κατά μέσο όρο 3-5 χρόνια. Η νόσος μπορεί να εκδηλωθεί με διαφορετικές κλινικές εικόνες, όπως τη λεπρωματώδη λ. (γενικευμένη), τη φυματιώδη λ. (εντοπισμένη) και τη μη χαρακτηριστική λ. Η πρώτη είναι η πιο βαριά μορφή, γιατί προσβάλλει το δέρμα, τα νεύρα και τα εσωτερικά όργανα με χρόνια φλεγμονή η οποία δημιουργεί βλάβες, με τοπική ανάπτυξη του μικροβίου της λ. Σε αυτή τη μορφή αντιστοιχούν κατά μεγάλο μέρος οι γνωστές κλινικές μορφές των παραμορφώσεων και των ακρωτηριασμών. Στη φυματιώδη λ. η ανοσολογική αντίδραση του οργανισμού φαίνεται να κυριαρχεί της λοίμωξης, τόσο ώστε οι προσβεβλημένες περιοχές, οι οποίες συχνότατα περιορίζονται στο δέρμα και στα νεύρα, περιέχουν λίγα μυκοβακτηρίδια και η νόσος τείνει αυτόματα προς ίαση. Αντίθετα, η μη χαρακτηριστική μορφή λ. προσβάλλει μόνο το δέρμα και τους βλεννογόνους με μη ειδικές βλάβες και με τον καιρό τείνει να εξελιχθεί σε μία από τις άλλες δύο μορφές. Σε κάθε περίπτωση η εξέλιξη της πάθησης είναι χρόνια, διακοπτόμενη από εμπύρετα επεισόδια με εξάρσεις των συμπτωμάτων. Η διάγνωση της λ. γίνεται με μικροσκοπική εξέταση του ρινικού εκκρίματος ή επιχρίσματος από τις λεπρικές βλάβες. Χρησιμοποιείται και δερματαντίδραση με ουσία από λεπρικές βλάβες, τη λεπρομυκίνη. Η αντίδραση αυτή είναι ανάλογη με την αντίδραση μαντού (mantoux) για τη φυματίωση. Η θεραπεία της λ. είναι φαρμακευτική και υποστηρικτική ως προς τη διατροφή και τις συνθήκες υγιεινής. Παρότι δεν υπάρχει ριζική θεραπεία, οι ασθενείς απαλλάσσονται από τα συμπτώματα και, το κυριότερο, παύουν να μεταδίδουν το μικρόβιο και επομένως δεν χρειάζεται να ζουν απομονωμένοι. Η προφύλαξη στηριζόταν αρχικά στην ανεύρεση των πασχόντων και στη συνέχεια στην απομόνωσή τους σε λεπροκομεία ή στη συστηματική θεραπεία και παρακολούθησή τους. Στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες έχουν καταργηθεί τα λεπροκομεία. Στην Ελλάδα υπήρχαν πολλά λεπροκομεία (στη νησίδα Σπιναλόγκα κ.ά.), σήμερα ωστόσο δεν είναι πλέον υποχρεωτική η απομόνωση των λεπρών. Είναι όμως υποχρεωτική η δήλωση κάθε ύποπτης περίπτωσης και η συστηματική θεραπεία, η οποία, αν επιτύχει, οδηγεί τον άρρωστο σε γρήγορη κοινωνική επανένταξη. Τελευταία, δοκιμάζεται ως μέσο γενικής προφύλαξης ο εμβολιασμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λέπρα — η (AM λέπρα) [λεπρός] χρόνια λοιμώδης νόσος η οποία οφείλεται στο οξεάντοχο βακτηρίδιο τού Χάνσεν νεοελλ. μτφ. κάθε ελάττωμα ή κακό που διαδίδεται γρήγορα και θεωρείται ανεπανόρθωτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”